- μονός
- -ή, -ό (Μ μονός, -ή, -όν)(για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά τού δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγόνεοελλ.1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή»)2. (για άνθος) αυτός που έχει απλή στεφάνη3. (για φυτό) αυτό που έχει άνθη με απλή στεφάνη4. φρ. α) «μονά-ζυγά», «μονά ή ζυγά» — είδος παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους παίκτες κρύβει στην παλάμη του μερικά ομοειδή πράγματα και ζητεί από τον συμπαίκτη του να μαντέψει αν ο αριθμός τών πραγμάτων αυτών είναι άρτιος ή περιττόςβ) «μονά ζυγά δικά σου» — λέγεται για εκείνους που τά θέλουν όλα δικά τους5. παροιμ. «τού χωριάτη το σκοινί μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» — λέγεται για να δηλώσει ότι για τους φτωχούς είναι όλα δύσκολα και ανάποδαμσν.1. μοναδικός2. μόνος, χωρίς συντροφιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, με καταβιβασμό τού τόνου, κατά τα αριθμητικά διπλός, τριπλός κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.